Μειώνει σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης
Η παχυσαρκία εξελίσσεται ως η πιο απειλητική από τις μη μεταδιδόμενες νόσους, τόσο για την υγεία σε ατομικό, όσο και για την υγεία σε πληθυσμιακό επίπεδο με τεράστιο κοινωνικοοικονομικό κόστος.
Ως παχυσαρκία ορίζεται η αυξημένη συσσώρευση σωματικού λίπους στο ανθρώπινο σώμα, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την υγεία. Αναγνωρίστηκε ως νόσος πριν από περίπου μισό αιώνα και πλέον αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χρόνια προβλήματα υγείας παγκοσμίως.
Το αν ένα άτομο είναι παχύσαρκο, υπέρβαρο ή όχι υπολογίζεται με τη μέτρηση του σωματικού του λίπους. Ωστόσο, επειδή αυτή είναι δύσκολη διαδικασία που χρειάζεται εξειδικευμένο εξοπλισμό, γι’ αυτή τη δουλειά κατά κανόνα χρησιμοποιείται ο «Δείκτης Μάζας Σώματος-ΔΜΣ» (o γνωστός με το αγγλικό αρκτικόλεξο BMI (body mass index)), που μετρά το σωματικό βάρος σε σχέση με το ύψος, εκτιμώντας έτσι έμμεσα τη συσσώρευση λίπους στο σώμα.
Ο BMI υπολογίζεται αν διαιρέσουμε το σωματικό βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα. Για παράδειγμα, ένα άτομο με ύψος 1,75 μέτρα και βάρος 70 κιλά έχει BMI 22,9. Όπως φαίνεται και για τον παρακάτω πίνακα, που αφορά κυρίως στα σώματα ενηλίκων Ευρωπαίων/Καυκάσιων, άτομα με ΒΜΙ άνω του 25 λογίζονται ως υπέρβαρα και άτομα με ΒΜΙ άνω του 30 ως παχύσαρκα (σε άτομα άλλης εθνοτικής καταγωγής τα όρια είναι ελαφρώς διαφορετικά).
Στην παγκόσμια βιβλιογραφία έχουν θεσπιστεί οι παρακάτω κατηγορίες για το BMI:
Eλλιποβαρές Άτομο
Φυσιολογικό Βάρος
Υπέρβαρο Άτομο
1η Κατηγορία Παχυσαρκίας
2η Κατηγορία Παχυσαρκίας
Νοσογόνος Παχυρακία
Σοβαρή Νοσογόνος Παχυσαρκία
Οι κατηγορίες αυτές προέκυψαν έπειτα από πολυετείς μελέτες οι οποίες συσχέτιζαν τον δείκτη μάζας σώματος με τα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας των ατόμων.
Η συχνότητα της παχυσαρκίας εμφανίζει εκρηκτική αύξηση σε παγκόσμια κλίμακα. Σήμερα, σχεδόν το 1/3 του πληθυσμού της γης έχει βάρος πάνω από το φυσιολογικό.
Στη πανελλήνια μελέτη της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας, βρέθηκε ότι φυσιολογικό βάρος έχουν μόνο 3 στους 10 άνδρες και 5 στις 10 γυναίκες, ενώ παχυσαρκία έχει το 26% των ανδρών και το 18% των γυναικών.
Ακόμη πιο απελπιστική είναι η συχνότητα παχυσαρκίας στα παιδιά, αφού σε πρόσφατη μελέτη της ίδιας Επιστημονικής Εταιρείας βρέθηκε ότι 50% των Ελληνόπουλων ηλικίας 6-10 ετών, έχουν βάρος πάνω από το φυσιολογικό και είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι με την πάροδο της ηλικίας αυξάνεται το σωματικό βάρος. Η συσχέτισή της με τόσες άλλες νόσους και παθήσεις έχει ως φυσική συνέπεια το παχύσαρκο άτομο να έχει εκτός από μειωμένη ποιότητα ζωής και μικρότερο προσδόκιμο επιβίωσης.
Έχει προσδιοριστεί ότι γυναίκες στην ηλικία των 40 ετών που είναι παχύσαρκες θα ζήσουν κατά μέσο όρο 7,1 χρόνια λιγότερο από τις γυναίκες με φυσιολογικό βάρος, ενώ η αντίστοιχη μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης για τους άνδρες είναι 5,8 χρόνια.
Επίσης, βρέθηκε σε γυναίκες ηλικίας 35 ετών, που ήταν παχύσαρκες με μέσο ΔΜΣ 43 kg/m2 ότι από αυτές στην ηλικία των 70 ετών θα φθάσει το 72% σε σχέση με αυτές που στην ίδια ηλικία είχαν μέσο ΔΜΣ 24 kg/m2, εκ των οποίων στην ηλικία των 70 ετών θα φθάσει το 88%, ενώ για τους άνδρες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι δραματικότερα αφού μόνο το 49% των ανδρών με μέσο ΔΜΣ 43 kg/ m2 στην ηλικία των 35 ετών θα φθάσει να γίνει 70 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών με ΔΜΣ 24 kg/m2 που θα φθάσει τα 70 χρόνια ζωής είναι 77%.
Η μελέτη της διαΝΕΟσις επισημαίνει στη συνέχεια ότι η παχυσαρκία οφείλεται στο θετικό ενεργειακό ισοζύγιο του σώματος -το ότι δηλαδή εισάγουμε περισσότερη ενέργεια στο σώμα με τις τροφές από όση καταναλώνουμε, με αποτέλεσμα αυτή να συσσωρεύεται ως λίπος. Υπάρχουν, όμως, διάφοροι κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί αλλά και γενετικοί παράγοντες που κάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης αυτής της ανισορροπίας μεγαλύτερο. Κάποιοι από αυτούς εμφανίζονται ακόμα και από τα πολύ πρώιμα στάδια της ζωής -ακόμα και πριν από τη γέννηση. Πριν δούμε αυτούς τους παράγοντες αναλυτικά, αξίζει να τονίσουμε ότι η επίδρασή τους στο φαινόμενο είναι συνδυαστική. Το θέμα της παχυσαρκίας είναι πολύπλοκο και ευαίσθητο κοινωνικά και συχνά η απόδοση ευθυνών για την εμφάνισή του στο επίπεδο των προσωπικών επιλογών ή και στο επίπεδο της οικογένειας είναι απλουστευτικές και άδικες. Παρακάτω θα διαβάσετε, για παράδειγμα, ότι οι πιθανότητες ένα παιδί να είναι παχύσαρκο αυξάνονται αν η μητέρα του κάπνιζε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ή αν παίρνει βάρος πάρα πολύ γρήγορα μετά τη γέννηση. Ή, ακόμα, ότι τα παιδιά που τα φροντίζουν κυρίως οι γιαγιάδες ή η παππούδες τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα από ό,τι αυτά που τα φροντίζουν κυρίως οι γονείς. Ή ότι 3 στους 4 Έλληνες ενήλικες τρώνε λιγότερα φρούτα και λαχανικά από τις ενδεδειγμένες ποσότητες. Κανένας από αυτούς του παράγοντες δεν είναι μοναδικός και δεν προσφέρεται για την απόδοση εύκολων ευθυνών. Αντίθετα, λειτουργούν μόνο σε συνδυασμό μεταξύ τους και με τις άλλες συνθήκες που ορίζουν τη ζωή και το περιβάλλον του σύγχρονου ανθρώπου. Μάλιστα, μερικοί από τους πιο κρίσιμους είναι ελάχιστα γνωστοί και σπάνια αναφέρονται στο δημόσιο διάλογο σχετιζόμενοι με την παχυσαρκία, όπως η ασφάλεια της γειτονιάς, το πόσα σπίτια έχουν αυλή, η ποιότητα των πεζοδρομίων, η εύκολη πρόσβαση σε χώρους άθλησης ή η οικονομική άνεση μιας οικογένειας. Εδώ παραθέτουμε μερικούς από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν το φαινόμενο, οι οποίοι αναλύονται στη μελέτη.
Οι πιο γνωστοί παράγοντες έχουν, βεβαίως, να κάνουν με τον τρόπο ζωής παιδιών και ενηλίκων. Το πόσες και τι είδους τροφές καταναλώνουμε, το αν αθλούμαστε ή ασκούμαστε σωματικά και το πόση ώρα αφιερώνουμε σε «καθιστικές» δραστηριότητες επηρεάζουν δραματικά την πιθανότητα αύξησης του σωματικού βάρους, ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων. Πρόκειται για πράγματα που για κάποιους θεωρούνται αυτονόητα αλλά, από ό,τι αποδεικνύεται, για πολλούς δεν είναι. Σύμφωνα με μία από τις έρευνες που συγκέντρωσαν πολλά από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στη μελέτη, μόνο το 8% των Ελλήνων γνωρίζουν τις συστάσεις για τη σωστή διατροφή, και μόνο το 35,2% τις συστάσεις για τη σωματική δραστηριότητα (νούμερα αρκετά χαμηλότερα από άλλων ευρωπαϊκών χωρών).
Όπως αναφέρεται στη μελέτη της διαΝΕΟσις, στην Ελλάδα μόνο το 25% των ενηλίκων καταναλώνουν φρούτα και λαχανικά στις ποσότητες που προτείνονται. Αυτό το ποσοστό μπορεί να είναι μικρό, αλλά από διάφορες έρευνες τεκμηριώνεται ότι οι διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων δεν είναι πολύ χειρότερες από τις συνήθειες άλλων λαών με πολύ μικρότερα ποσοστά παχυσαρκίας. Ή κρίσιμη διαφορά ίσως να είναι το εξής: το 68% των Ελλήνων ενηλίκων δεν γυμνάζονται καθόλου και δεν ασχολούνται με κανένα άθλημα -το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Έλληνες, δε, καταναλώνουν πάνω από τρεις ώρες καθημερινά μπροστά σε οθόνες εκτός εργασίας -περισσότερο από τους κατοίκους 15 άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Και, βεβαίως, υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί επιβαρυντικοί παράγοντες, από το κοινωνικό περιβάλλον και τη γειτονιά στην οποία ζει κανείς, μέχρι την οικονομική κατάσταση, τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο και τη διάρκεια του ύπνου. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να εξηγούν και το γιατί οι Έλληνες δεν ασκούνται αρκετά σωματικά: σε σχετικές ερωτήσεις πρόσφατης έρευνας το ποσοστό των Ελλήνων που δήλωναν ότι δεν ασκούνται επειδή η γειτονιά τους «δεν έχει τις κατάλληλες υποδομές», «δεν έχει καλή αισθητική» ή «δεν είναι ασφαλής» ήταν διπλάσιο από το ποσοστό των ερωτηθέντων άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Ένα σοβαρό αλλά ελάχιστα γνωστό πρόβλημα είναι η υποεκτίμηση του βάρους των παιδιών από τους γονείς τους. Το 88% των γονέων με παιδιά προσχολικής ηλικίας που είναι υπέρβαρα και το 55,8% των γονέων με παιδιά που είναι παχύσαρκα θεωρούν ότι το παιδί τους έχει φυσιολογικό σωματικό βάρος. Κάτι που βεβαίως δεν είναι μόνο ελληνικό χαρακτηριστικό -εμφανίζεται συχνά και σε άλλες χώρες σημειώνεται στη μελέτη της διαΝΕΟσις.
Αλλά αυτοί δεν είναι οι μόνοι παράγοντες που επηρεάζουν το αν ένα παιδί θα γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Υπάρχουν και άλλοι, που δρουν από πολύ, πολύ νωρίτερα. Από ό,τι έχει τεκμηριωθεί από πολλές έρευνες, παράγοντες όπως το υπερβάλλον σωματικό βάρος της μητέρας πριν από την εγκυμοσύνη, η υπέρμετρη αύξηση βάρους της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (ενεργητικό ή παθητικό) παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού. Ένα παιδί είναι 2,6 φορές πιθανότερο να γίνει παχύσαρκο όταν η μητέρα του είναι παχύσαρκη πριν από την εγκυμοσύνη. Το 35% των Ελληνίδων μητερων αυξάνουν το βάρος τους υπέρμετρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης -τα παιδιά τους έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν παχυσαρκία από τα υπόλοιπα.
Το 11,5% των Ελληνίδων μητέρων δηλώνουν ότι κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Σύμφωνα με την έρευνα Feel4Diabetes, τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες που κάπνιζαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν 2,6 μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα. Η συσχέτιση αυτή τεκμηριώνεται ακόμα και για το παθητικό κάπνισμα.
Μετά τη γέννηση, δε, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το αν ένα παιδί θα γίνει υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Βρέφη που γεννήθηκαν με βάρος υψηλότερο του φυσιολογικού έχουν 1,8 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκα ως παιδιά. Περίπου 10% των Ελληνίδων μητέρων θηλάζουν αποκλειστικά τους πρώτους έξι μήνες -τα παιδιά που τρέφονται έτσι σε αυτό το διάστημα έχουν 2 φορές μικρότερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Επιπλέον, τα παιδιά που αυξάνουν το σωματικό τους βάρος υπερβολικά γρήγορα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους -πάνω από 1 στα 3 παιδιά στην Ελλάδα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία- έχουν τετραπλάσια πιθανότητα εμφάνισης παχυσαρκίας σε επόμενα στάδια.
Όλοι αυτοί οι «περιγεννητικοί» παράγοντες λειτουργούν συνδυαστικά. Κανένας από μόνος του δεν καθορίζει αποφασιστικά το τι θα συμβεί στο μέλλον ενός παιδιού, αλλά όλοι μαζί διαμορφώνουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι πιθανότητες ένα παιδί να γίνει παχύσαρκο αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με ό,τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τους πρώτους μήνες ζωής του.
Όπως ισχύει και για τους υπόλοιπους παράγοντες, αν και ο ρόλος των περιγεννητικών παραγόντων είναι σημαντικός, δεν είναι ο μόνος, και γι’ αυτό η απόδοση ευθυνών σε μητέρες ή σε γονείς (ή σε γιαγιάδες, ή παππούδες) απομονώνοντας κάθε έναν από αυτούς τους παράγοντες ξεχωριστά είναι αναποτελεσματική και άδικη. Όλα τα επόμενα στάδια της ζωής του ανθρώπου, με κρισιμότερη την εφηβεία και το διάστημα μετά την ενηλικίωση, επηρεάζουν επίσης το φαινόμενο με πολύπλοκους και αλληλοσυμπληρώμενους τρόπους, σημειώνεται στη μελέτη της διαΝΕΟσις.
Αξίζει, δε, να κρατάμε και αυτά τα στοιχεία:
- Τα παχύσαρκα παιδιά έχουν πέντε φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν παχύσαρκοι ενήλικες απ’ ό,τι τα παιδιά με φυσιολογικό σωματικό βάρος.
- Το 70% των παχύσαρκων εφήβων εξακολουθούν να είναι παχύσαρκοι και μετά τα 30.
Αλλά, παράλληλα,
- Το 70% των παχύσαρκων ενηλίκων δεν ήταν παχύσαρκοι ως παιδιά.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2019, δε, στην παχυσαρκία οφείλεται το 9% των ετήσιων δαπανών υγείας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το ετήσιο ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2020-2050 θα είναι 3% μικρότερο από ό,τι θα ήταν αν δεν υπήρχαν οι οικονομικές συνέπειες της παχυσαρκίας.
Η παχυσαρκία συνδέεται με μια σειρά από καρδιακές και μεταβολικές διαταραχές, οι οποίες μπορεί να εξελιχθούν σε χρόνια νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2 -το 80-85% του ΣΔ2 στους ανθρώπους αποδίδεται στην παχυσαρκία) τα καρδιαγγειακά νοσήματα, κάποιοι καρκίνοι, η οστεοαρθρίτιδα, χολολιθιάσεις (οι πέτρες στη χολή, δηλαδή) και σοβαρές διαταραχές του ύπνου. Για κάθε αύξηση του BMI κατά 5 μονάδες αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου κατά 27% και ο κίνδυνος εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου κατά 18%. Η παχυσαρκία έχει, επιπλέον, επιπτώσεις στην ψυχική υγεία, κοινωνικό αντίκτυπο αλλά και οικονομικό κόστος (ιδιαίτερα στο σύστημα υγείας). Στα παιδιά συνδέεται με τη σιδηροπενία και την υποβιταμίνωση D οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά τη γνωσιακή, μυοσκελετική και σωματική τους ανάπτυξη. Και, βεβαίως, τα παιδιά που είναι παχύσαρκα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να γίνουν και παχύσαρκοι ενήλικες.
Η αύξηση του λίπους επιπλέον πυροδοτεί και μια σειρά από άλλες βιοχημικές διεργασίες, από την αύξηση του επιπέδου κάποιων ορμονών μέχρι τη διαταραχή της μεταφοράς της χοληστερόλης από το συκώτι στο έντερο (μια διαταραχή που μπορεί να δημιουργεί πέτρες στη χολή) καθώς και μια σειρά από άλλες διαταραχές, από τη συσσώρευση λίπους στο φάρυγγα που μπορεί να προκαλεί προβλήματα στην αναπνευστική λειτουργία κατά τη διάρκεια του ύπνου, μέχρι την πίεση στο μυοσκελετικό σύστημα και στις αρθρώσεις. Τα λιποκύτταρα, δε, δεσμεύουν τη βιταμίνη D, η οποία είναι λιποδιαλυτή. Τα παχύσαρκα άτομα, καθώς έχουν αυξημένο σωματικό λίπος, συχνά έχουν χαμηλότερη συγκέντρωση βιταμίνης D στο αίμα. Μεταξύ άλλων συνεπειών αυτού του φαινομένου, έρευνες έχουν δείξει ότι άτομα με έλλειψη βιταμίνης D εμφανίζουν μεγαλύτερες πιθανότητες βαριάς νόσησης ή θανάτου αν νοσήσουν με Covid-19.